- μοναξά
- (I)μοναξά, ἡ (Μ)βλ. μοναξιά.————————(II)μοναξά (Μ)επίρρ. βλ. μοναξός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοναξιά — η (ΑΜ μοναξιά, Μ και μοναξά και μονάξια και μοναξιά) 1. κατάσταση ανθρώπου που ζει απομονωμένος («μα τη ζωή τσι μοναξάς αγάπα κι ήρεσέ ντου», Ερωτόκρ.) 2. ακατοίκητος τόπος, ερημική τοποθεσία, απόμερο, απόκεντρο μέρος («σαν το σκόρπισμα τού… … Dictionary of Greek
μοναξός — ή, ό (Μ μοναξός, όν) μόνος μσν. 1. μοναδικός 2. απομονωμένος 3. ερημικός, απόμερος τόπος 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοναξά ερημικός τόπος, ερημιά 5. φρ. «μόνος μοναξός» και «μόνον μοναξός» ολομόναχος 6. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) μοναξά α)… … Dictionary of Greek